- συνεξελεύθερος
- συνεξελεύθεροςfellow-freedmanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεξελεύθερος — ὁ, θηλ. συνεξελευθέρα Α αυτός που απελευθερώθηκε ταυτοχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξελεύθερος «δούλος που απέκτησε την ελευθερία του»] … Dictionary of Greek
συνεξελεύθεροι — συνεξελεύθερος fellow freedman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)